ταράξει

ταράξει
τάραξις
confusion
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ταράξεϊ , τάραξις
confusion
fem dat sg (epic)
τάραξις
confusion
fem dat sg (attic ionic)
ταράσσω
stir
aor subj act 3rd sg (epic)
ταράσσω
stir
fut ind mid 2nd sg
ταράσσω
stir
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλεψιά — και κλεψά και κλεψία, η (AM κλεψία, Μ και κλεψιά) κλέψιμο κλοπή (α. «τόν έχει ταράξει στην κλεψιά» β. «σ άλλους τόπους εννοώ κλεψίες, φόνους, κι όχι εδώ», Σολωμ.) νεοελλ. κρυφή απόλαυση νεοελλ. μσν. 1. κερδοσκοπία, υπερβολικό κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • φιλόδημος — Έλληνας ποιητής επιγραμμάτων και φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής (Γάδαρα, Παλαιστίνη περ. 110 – 28 π.Χ.). Μαθητής του Ζήνωνα από τη Σιδώνα, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της επικούρειας φιλοσοφίας και ένας από εκείνους που… …   Dictionary of Greek

  • Μπόιλ, Ντάνι — (Danny Boyle, Μάντσεστερ 1956 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Ξεκίνησε να δουλεύει για την τηλεόραση, απ’ όπου έγινε ευρύτερα γνωστός, πριν στραφεί ολοκληρωτικά στον κινηματογράφο και ταράξει το κατεστημένο της… …   Dictionary of Greek

  • Τερέντιος, ΄Αφερ (Λιβυκός) Πόπλιος — (Publius Terentius Afer, Καρχηδόνα περίπου 190 π.Χ. – περίπου ; 160). Ρωμαίος κωμικός ποιητής. Δούλος του συγκλητικού Τερέντιου Λουκανού, απέκτησε πολιτικά δικαιώματα, αφού έγινε απελεύθερος. Έζησε σε στενή επαφή με τους ελληνίζοντες κύκλους των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”